ειδυλλιακός

ειδυλλιακός
η , ό[ν]
1) идиллический; 2) пасторальный;

ειδυλλιακή ποίηση — пасторальная поэзия


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ειδυλλιακός" в других словарях:

  • ειδυλλιακός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται σε ειδύλλιο (βλ. λ.): Ειδυλλιακή ποίηση. 2. που μοιάζει με όσα περιγράφονται στα ειδύλλια: Ειδυλλιακός έρωτας. – Ειδυλλιακή ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ειδυλλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται σε ειδύλλιο («ειδυλλιακή ποίηση») 2. αυτός που μοιάζει με όσα περιγράφονται στα ειδύλλια («ειδυλλιακή ζωή», «ειδυλλιακό τοπίο») …   Dictionary of Greek

  • Γκέσνερ, Σόλομον — (Solomon Gessner, Ζυρίχη 1730 – 1788). Ελβετός ποιητής. Το έργο του απέκτησε γρήγορα μεγάλη φήμη και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες· ήταν ίσως ο σημαντικότερος ειδυλλιακός ποιητής της γερμανικής γλώσσας. Η οργάνωση της ελβετικής κοινωνίας, που… …   Dictionary of Greek

  • Ζιλιάκους, Εμίλ Γκουστάφ — (Émil Gustav Zilliacus, Τάμερφορς 1878 – 1961). Φιλανδός ποιητής. Διδάκτορας της αρχαίας φιλολογίας στο Ελσίνκι, κράτησε πάντα ζωντανό μέσα του το ιδεώδες της κλασικής τελειότητας. Έγραψε στα σουηδικά και μετέφρασε τραγωδίες του Αισχύλου, του… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»